- αρωματοπώλης
- οαυτός που πουλά αρώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρωματοπώλης — ο (AM ἀρωματοπώλης) αυτός που έχει ως επάγγελμα την πώληση αρωμάτων … Dictionary of Greek
ἀρωματοπῶλαι — ἀρωματοπώλης dealer in spices masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωματοπώλαις — ἀρωματοπώλης dealer in spices masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωματοπώλας — ἀρωματοπώλᾱς , ἀρωματοπώλης dealer in spices masc acc pl ἀρωματοπώλᾱς , ἀρωματοπώλης dealer in spices masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
αρωματοπράτης — ἀρωματοπράτης, ο (Μ) ο αρωματοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρωμα (Ι) + πράτης < (θ.) πρᾱ , πιπράσκω, πέρνημι «πουλάω» (πρβλ. αργυροπράτης, μεταπράτης κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αρωματοπωλείο — το το κατάστημα όπου πωλούνται τα αρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρωματοπώλης. Η λ. αρωματοπωλείον μαρτυρείται από το 1849 στον Π. Χιώτη] … Dictionary of Greek
μυροπώλης — ο (Α μυροπώλης, θηλ. μυρόπωλις) αυτός που πουλά αρωματικά έλαια, μύρα, αρωματοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. παντο πώλης] … Dictionary of Greek
μυροπώλης — ο θηλ. ισσα ο αρωματοπώλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)